Ηταν θορυβώδης. Λαίμαργος και αγαπησιάρης. Ο Οττο διέψευδε πάντα τις κακές προγνώσεις. Εκτός από την τελευταία φορά
Ο Οττο εμφανίστηκε κυριολεκτικά από το πουθενά το ’08. Ολοι νόμιζαν ότι ονομάστηκε έτσι από τον Ρεχάγκελ, ενώ στ’ αλήθεια ήταν από τον αριθμό οκτώ και το γαμώτο. Μεγάλωσα μαζί του, έγινε μέρος της ταυτότητάς μου – ήμουν η Λίνα που δουλεύει στην «Καθημερινή» και έχει έναν σκύλο, τον Οττο.
Τον είχαμε ξανακλάψει τον Οττο. Ηταν Σεπτέμβριος του ’17. Το κεφάλι του είχε στρίψει δεξιά και είχε σηκωμένο το αντίστοιχο πόδι. Αυχενικό, μας είπε ο γιατρός αρχικά, αλλά αφού τον εξέτασε στα μάτια, σήκωσε τα δικά του και είπε «δεν ανταποκρίνεται στην εξέταση με τον φακό, λογικά υπάρχει κάτι στον εγκέφαλο». Ετσι, τσεκουράτα. Επί τόπου κλείσαμε ραντεβού για μαγνητική στον εγκέφαλο και τον αυχένα στο Νοσοκομείο Ζώων στο Πικέρμι, πανάκριβες εξετάσεις που είχαν και σχετικό ρίσκο: η μέθη ήταν επικίνδυνη για ένα ζώο 9 ετών. Για να περάσει η ώρα, θυμάμαι είχαμε πάει με τον Λευτέρη σε μια ταβέρνα στη Ραφήνα, όπου πίναμε τσίπουρο και όσο πίναμε, τόσο βουρκώναμε στη σκέψη αυτού που ήμασταν βέβαιοι ότι θα δείξει η μαγνητική. Τελικά ήδη από την ίδια μέρα, ο Οττο ήταν ξανά στα (τέσσερα) πόδια του και με το κεφάλι ψηλά. Η εξέταση δεν έδειξε τίποτα.
Γι’ αυτό όταν πριν από δύο Κυριακές η κτηνίατρος στην κλινική όπου τον μεταφέραμε εσπευσμένα ύστερα από μια τρομακτική επιληπτική κρίση μάς είπε ότι έχει στρεψαυχενία και ότι λογικά έχει τυφλωθεί γιατί δεν ανταποκρίνεται στο φως, σχεδόν αναθάρρησα. Σας την έσκασε, σκέφτηκα. Μας την έσκασε. Σε λίγο θα είναι και πάλι όρθιος. Αυτό έκανε πάντα, αρρώσταινε, τον τρέχαμε, πληρώναμε ένα 600άρι ευρώ και μετά ξανάνιωνε. Αυτό θα γίνει και τώρα, μια στιγμή να βγάλω την κάρτα μου.
Δεν επιβεβαιώθηκα. Μπορεί οι εξετάσεις του και πάλι να μην έδειξαν τίποτα (ιδιαίτερο) και ο λογαριασμός να σκαρφάλωσε πολύ πάνω από τα 600 ευρώ, αλλά ο Οττο δεν σηκώθηκε ξανά. Η επιληπτική δραστηριότητα συνεχιζόταν με το που έβγαινε από την καταστολή, αφήνοντάς τον όλο και πιο εξασθενημένο. Δεν ήταν πια το άγριο νιάτο των 9 ετών. Πλησίαζε πια τα 15. Οταν την Τετάρτη το μεσημέρι τον είδα για τελευταία φορά στο Εξεταστήριο 1 της κλινικής, ανέπνεε δύσκολα λόγω των συσσωρευμένων εκκρίσεων στον λαιμό (δεν μπορούσε πια να καταπιεί). Κοίταξα τα μάτια του για κάποιο ίχνος του σκύλου μας. Λες και είχαν μια παχιά επίστρωση από δάκρυα. Τον χάιδεψα έντονα στον λαιμό, εκεί που του άρεσε μήπως με καταλάβει, και πλησίασα στο αυτί του. Σ’ αγαπάμε, του είπα δυνατά, σ’ αγαπάμε πολύ και σε ευχαριστούμε για όλα. Δεν σάλεψε, όμως ένιωσα την ανάσα του να αγριεύει ακόμη περισσότερο. Δεν ήθελα να δω τη γιατρό να κάνει την ένεση, αλλά την ίδια στιγμή ανυπομονούσα το υγρό να αρχίσει να κυλάει στις φλέβες του. Τον χάιδευα και τον χάιδευα και τον χάιδευα μέχρι που ο ρόγχος ημέρεψε και έπειτα σταμάτησε εντελώς. Με έναν παράξενο τρόπο αυτός ο θάνατος έμοιαζε με γιατρειά. Κοίταξα τα μάτια του. Κάτω από τη βλέννη είχαν παγώσει. Ενιωσα λύτρωση και σφοδρό πόνο ταυτόχρονα, ο Οττο είχε φύγει, αλλά μια πληγή στη μορφή ενός μεγάλου, μαύρου, μαλλιαρού, ατσούμπαλου, καλοκάγαθου σκύλου είχε μόλις ανοίξει.
Κάτω από τα πεύκα
Αν ήταν ταινία όλο αυτό, τώρα θα γινόταν ένα φλασμπάκ στο μεσημέρι της 11ης Αυγούστου του ’08, στο οικογενειακό εξοχικό στη Νέα Μάκρη. Εκεί, κάτω από τα πεύκα τον εντόπισαν οι γονείς μου γυρίζοντας από το μπάνιο στη θάλασσα. Κουνούσε την ουρά του καταχαρούμενος που είχε έρθει κάποιος να του κάνει παρέα – η πρώτη από τις αμέτρητες φορές που θα επαναλαμβανόταν αυτή η σκηνή. Κάποιος τον είχε πετάξει μέσα από τα κάγκελα όσο έλειπαν, σου λέει, αφού έχουν κήπο θα θέλουν και σκύλο – έτσι πάνε αυτά στα Μεσόγεια. Πού να ‘ξερε ότι έχουμε ένα πρόβλημα σ’ αυτή την οικογένεια, δεν αναπτύσσουμε εργαλειακή σχέση με τα ζώα μας, τα τοποθετούμε στο επίκεντρο της καθημερινότητάς μας, με αποτέλεσμα όταν φεύγουν να μένει ένα κενό σε πολύ κομβικό σημείο (γεια σου Μπρον, γεια σου Μυρτούλα). Κοιτώντας πίσω, βέβαια, μετανιώνω για τη σπατάλη ενέργειας των πρώτων ημερών, όταν αναζητούσαμε τον υπαίτιο της εγκατάλειψης του κουταβιού, αντί να του στήσουμε ανδριάντα εκεί κάτω από τα πεύκα για την ευεργεσία του να εμποτίσει με άφθονο γέλιο και τρυφερότητα τη ζωή μας.
Και για να τα λέμε όλα, και με μπόλικο σαματά. Φαίνεται ο Οττο πήρε από την αρχή στα σοβαρά την εκτίμηση του κτηνιάτρου ότι είναι μεν ημίαιμος, αλλά έχει ίχνη τσοπανόσκυλου, «άρα θα είναι καταπληκτικός φύλακας», αποφασίζοντας όταν πια από κουτάβι αναπτύχθηκε στο γνωστό τριαντάκιλο τέρας, να μην αφήνει αγάβγιστο κανένα τετράποδο που θα είχε το θράσος να κυκλοφορήσει κάτω από το σπίτι μας. Δεν ξέρω αν για τους γείτονες ήταν πιο ενοχλητικό το γάβγισμά του ή οι φωνές μου «Οττο, έλεος!», αλλά επέδειξαν αξιομνημόνευτη υπομονή, να τα λέμε κι αυτά. Ο εκπαιδευτής πάντως που μια μέρα ήρθε σπίτι να με βοηθήσει να αντιμετωπίσω αυτό το πρόβλημα, σήκωσε τα χέρια ψηλά. «Δεν γίνεται τίποτα, είναι alpha dog», μου είπε, προτείνοντας τη χρήση ηλεκτρικού κολάρου(!) που θα τον χτυπούσε με ρεύμα κάθε που θα γάβγιζε. Του πρότεινα να φορέσει εκείνος ένα τέτοιο κολάρο και να πάει στο καλό.
Περιέργως, πάντως, ότι ο Οττο ήταν ανεπίδεκτος μαθήσεως ήταν ο μόνος χρησμός για το άτομό του που βγήκε αληθινός. Οσο και αν πάσχισα, δεν έφερε ποτέ πίσω μια μπάλα, άκουγε στο «έλα» μόνο όταν κρατούσα στο χέρι κάποια λιχουδιά και δεν μας άφησε ποτέ να φάμε με την ησυχία μας. (Μεταξύ μας, δεν πάσχισα και πολύ, ένας ράθυμος σκύλος είχε κουμπώσει σε ένα ράθυμο αφεντικό.) Οι υπόλοιπες γνωματεύσεις που κατά καιρούς διατυπώθηκαν για εκείνον, π.χ. ότι θα μείνει σί-γου-ρα ανάπηρος λόγω της δυσπλασίας ισχίου, ότι θα ζήσει βί-α 8 χρόνια, ότι τα μάτια του δεν βλέπουν και η καρδιά του δεν είναι στη θέση της («είναι σαν να κρέμεται», μας είπαν μια φορά ύστερα από έναν υπέρηχο), διαψεύστηκαν. Ειδικά αυτή της καρδιάς. Αν κάτι ήταν στη θέση του σε αυτό το κάπως περίεργα… συναρμολογημένο πλάσμα ήταν η καρδιά του. Τόσο που πάντα πιστεύαμε ότι θα μπουν κλέφτες και θα ξαπλώσει ανάσκελα για χάδια. Ναι, ούτε καλός φύλακας ήταν, παρά το κάπως απειλητικό παρουσιαστικό. Γι’ αυτό, για καλό και για κακό είχαμε και συναγερμό.
Βλέποντας το τέλος
Δεν τον αγαπούσαμε όμως παρά τις ατέλειές του, αλλά ακριβώς λόγω αυτών. Κάπως έτσι το έγραφε και ο Τομ Τζούνοντ το 2014 στο Esquire για τον σκύλο του τον Μάρκο, ίσως στο πιο συγκλονιστικό obituary για κατοικίδιο που έχει ποτέ γραφτεί. Το διάβαζα συχνά πυκνά τα τελευταία χρόνια, βάζοντας στη θέση του Μάρκο τον Οττο, προσπαθώντας έστω και μία φορά να το τελειώσω χωρίς να κλάψω, κάτι σαν άσκηση θάρρους. Είναι μάταιο, είναι σαν να προσπαθείς να φταρνιστείς με ανοιχτά μάτια. Ηθελα όμως να προετοιμαστώ για αυτό που όσοι έχουμε κατοικίδιο γνωρίζουμε ότι θα έρθει: για το τέλος. Ημουν πολύ πιο μικρή όταν είχαμε χάσει τα άλλα μας σκυλιά και τότε η θλίψη μοιραζόταν ισομερώς διά του τέσσερα. Ο Οττο ήταν ο πρώτος «δικός μου» σκύλος, ήρθε αφότου είχα φύγει από την πατρική στέγη, αλλά πριν μάθω να φροντίζω τον εαυτό μου, έμαθα πρώτα να φροντίζω εκείνον και μετά εμένα, μεγάλωσα μαζί του, έγινε μέρος της ταυτότητάς μου – ήμουν η Λίνα που δουλεύει στην «Καθημερινή» και έχει έναν σκύλο, τον Οττο. Ηξερα ότι είναι εκεί, αλλά έκανα ότι δεν βλέπω τη φοβερή υποσημείωση ότι ο χρόνος στην περίπτωσή του, στην περίπτωση όλων των σκύλων, καλπάζει αφηνιασμένος. «Φτάνει», γράφει κάποια στιγμή ο Τζούνοντ. «Είναι ευγενές να τραγουδάς για ένα παιδί που χάθηκε και είναι ποίηση να τραγουδάς για έναν χαμένο εραστή, αλλά να τραγουδάς για τον χαμένο σου σκύλο είναι θλιβερό – εκτός κι αν μιλάμε για την κάντρι μουσική. Κι όμως αγαπούσα –αγαπούσαμε– τον Μάρκο τόσο πολύ που προσπαθώντας να φανταστώ πώς είναι να αγαπάς ένα παιδί, αναρωτιέμαι πόση περισσότερη αγάπη μπορεί να υπάρχει στην ανθρώπινη καρδιά και την ανθρώπινη ψυχή. Την ξέρω την απάντηση: άφθονη». (Σ.σ. Οταν το έγραφε, ο Τζούνοντ δεν είχε ακόμη παιδιά. Υιοθέτησαν την κόρη τους Νία το 2004.)
Καθώς κάθομαι εδώ, γράφω και σκέφτομαι τα χρόνια που περάσαμε παρέα, είχα μια σκέψη. Ο Οττο εμφανίστηκε κυριολεκτικά από το πουθενά το ’08, στην αθώα εποχή πριν από την εκδήλωση μιας σειράς καταιγίδων που θα σάρωναν τα πάντα σε προσωπικό και συλλογικό επίπεδο (δεν είναι τυχαίο ότι όλοι νόμιζαν ότι ονομάστηκε έτσι από τον Ρεχάγκελ – ενώ στ’ αλήθεια ήταν από τον αριθμό οκτώ και το γαμώτο). Λίγους μήνες αργότερα, η χώρα –κι εγώ– θα έμπαινε σε απίστευτες περιπέτειες, με την καθημερινότητα να στρώνεται με ένα στρώμα αβεβαιότητας. Ομως ένα πράγμα έμεινε σταθερό στα χρόνια της κρίσης, στην αναταραχή του διαζυγίου, στην αναμπουμπούλα του ’15, στην πυρκαγιά του ’18 –τότε που χάθηκε ο κήπος του εξοχικού– ή στην τρέλα της πανδημίας: δύο φορές την ημέρα έβαζα παπούτσια, έπαιρνα κλειδιά και μια σακουλίτσα και τον έβγαζα βόλτα. Δεν το συνειδητοποιούσα, μα το λουρί που άρπαζα μηχανικά πριν ανοίξω την πόρτα μου ήταν τόσο κρίσιμο όσο η γείωση σε μια ηλεκτρική εγκατάσταση.
Οταν θα διαβάζετε αυτές τις γραμμές θα έχουμε κλείσει ήδη δύο εβδομάδες χωρίς τον Οττο. Δύο εβδομάδες σε μια όχι ακριβώς άγνωστη χώρα, μα σίγουρα παράξενη. Θα τη μάθουμε, πού θα πάει. Θα μάθουμε ότι δεν χρειάζεται να «οχυρώνουμε» το φαγητό στο τραπεζάκι του σαλονιού μην τυχόν εμφανιστεί η μουσούδα του. Θα μάθουμε να μην κάνουμε κίνηση για το λουρί του στις 5 μ.μ. το απόγευμα. Να μη μισούμε τις καταιγίδες γιατί τον τρομάζουν οι βροντές και να μην κρατάμε τις σακουλίτσες από το φαρμακείο για τις βόλτες του. Κάποια στιγμή θα σταματήσουμε να διώχνουμε από συνήθεια και την κεραμιδί γάτα που σκαρφαλώνει στο μπαλκόνι. Εκείνη πάντως δεν κάνει κίνηση να φύγει. Ξέρει ότι ο εχθρός δεν μένει πια εδώ.
Ο μόνος που φαίνεται να μην έχει αντιληφθεί την απουσία του είναι ο 21 μηνών γιος μας. Κι ας ήταν μέχρι πριν από λίγες ημέρες που ξεκαρδιζόταν όταν ο Οττο ξάπλωνε πάνω στα παιχνίδια του ή του έκλεινε τον δρόμο στο σαλόνι χωρίς να πηγαίνει ούτε μπρος ούτε πίσω. Δεν ήταν από παιχνιδιάρικη διάθεση –τα βαριόταν πάντα λίγο τα παιδιά– ούτε ήταν από ζήλια. Ηταν από την άνοια. Τα πρώτα συμπτώματα είχαν εμφανιστεί πριν από περίπου δύο χρόνια με μια ελαφριά σύγχυση στη βόλτα, αλλά με την πάροδο του χρόνου τον είχαν κυριεύσει.
Στην αίθουσα αναμονής
Αποτελούσαν όλα –μας είπαν– την αργόσυρτη εισαγωγή στο δράμα του Εξεταστηρίου 1, την άγρια ανάσα, τα βουρκωμένα μάτια. Πονούσε αλλά δεν ήταν δύσκολη η απόφαση της ευθανασίας, όσο κι αν ψάχναμε, δεν βλέπαμε το δίλημμα. Στην αίθουσα αναμονής της κλινικής είχαν ανάψει ένα κερί. Είναι το σήμα ότι εκείνη τη στιγμή κάποιος αποχαιρετάει τον αγαπημένο του τετράποδο σύντροφο. Ο κάποιος ήμασταν εμείς και ο τετράποδος σύντροφος ο Οττο – ακόμη δεν μπορούσα να το πιστέψω. Ηταν ευπρόσδεκτη πάντως η ησυχία –σαν απότιση φόρου τιμής– τη στιγμή που είδαμε να τον μεταφέρουν με το φορείο, άψυχο, έξω από το δωμάτιο μέχρι που χάθηκε για πάντα στη στροφή του διαδρόμου. Στο χέρι μου έσφιξα το λαχανί περιλαίμιο, με την κοινή μας ταυτότητα: από τη μία έγραφε «Οττο» και από την άλλη το τηλέφωνό μου.
Βουβοί μπήκαμε στο αυτοκίνητο και κάτσαμε για λίγο εκεί έως ότου ήρθε η ώρα να πάρουμε το παιδί από τον παιδικό σταθμό. Ο Οττο μας έβγαλε σώους από τόσες τρικυμίες και μας άφησε μόνο όταν ήταν σίγουρος ότι υπήρχε κάποιος άλλος να μας αναλάβει.
Πηγή: kathimerini.gr